Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Άρθρο Προέδρου ΓΣΕΒΕΕ κ. Ασημακόπουλου Δημήτρη....

“ Καθοριστικό ρόλο πρέπει να παίξει και η ανάπτυξη μιας νέας συναντίληψης και συνεργασίας – συμμαχίας μεταξύ των επιχειρηματιών της μικρής επιχείρησης και των εργαζομένων σε αυτή. Η επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα σε μικρή κλίμακα, είναι μια κατ’ εξοχήν συλλογική δημιουργική προσπάθεια.”

Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη συγκρότηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου

Στην έκθεσή της για το πρώτο τρίμηνο του 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως μία εξαιρετικά ιδιάζουσα περίπτωση καθώς οι διαρκείς δημοσιονομικές ανισορροπίες συνοδεύονται και από χρόνια ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παθογενειών αποτελεί αδιάψευστο σημάδι ότι το αναπτυξιακό πρότυπο, που με διάφορες παραλλαγές συντηρείται εδώ και 60 χρόνια περίπου, έχει πλέον εξαντληθεί οριστικά και αμετάκλητα. Πρόκειται για ένα αναπτυξιακό πρότυπο που είχε ως βασικούς πυλώνες την εισροή αδήλων πόρων και την ενίσχυση των εισοδημάτων και της ενεργού ζήτησης όχι μέσω θεσμικά ενισχυμένων αναδιανεμητικών μηχανισμών αλλά μέσα από πολιτικοοικονομικούς διαύλους αδιαφανείς, πρόσκαιρους και οπισθοδρομικούς, μέσα δηλαδή από ολιγοπωλιακά διαρθρωμένα συμφέροντα και παγιωμένα δίκτυα πολιτικής πατρωνίας.

Η πιο εμφανής και πολυσυζητημένη διάσταση της οικονομικής κρίσης, η δημοσιονομική κρίση, αποτελεί εξαρτημένη μεταβλητή καθώς η διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η επισώρευση του δημοσίου χρέους έχει ως πρωτογενές αίτιο το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, την υποβάθμιση δηλαδή της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Είναι σημαντικό να εξεταστεί το ζήτημα της ανάπτυξης ως προνομιακού μηχανισμού εξόδου από την κρίση. Και τούτο επειδή στο δίλημμα που έχει ορθωθεί σήμερα μπροστά μας, στο δίλημμα δηλαδή δημοσιονομική κρίση ή ύφεση, η απάντηση πρέπει να είναι μία: η οικοδόμηση ενός νέου, καινοτομικού για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας αλλά και βιώσιμου αναπτυξιακού προτύπου.

Μέχρι σήμερα στη σχετική συζήτηση η κρατούσα άποψη για ένα εναλλακτικό πρότυπο ανάπτυξης θέτει ως αυτοσκοπό την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ελληνική οικονομία θα έχει οφέλη ως προς την ανταγωνιστικότητα από τη στιγμή που θα επιτύχει μείωση των δημοσίων δαπανών, μείωση του μισθολογικού και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας με την ενθάρρυνση ευελιξιών στις εργασιακές σχέσεις, το κλείσιμο πολλών πολύ μικρών επιχειρήσεων. Αυτή είναι και η περίφημη συνταγή του «αποπληθωρισμού» που ακούμε τελευταία. Αυτή, ωστόσο, η επιλογή έχει – κατά την άποψή μου – δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Το πρώτο από αυτά σχετίζεται με το ότι θέτει την ύφεση ως προϋπόθεση της ανάπτυξης (δημιουργική καταστροφή ;). Εάν, όμως, προηγηθεί η ύφεση, τότε ο στόχος της ανάπτυξης γίνεται εξαιρετικά αβέβαιος αφού υπάρχει η πιθανότητα η παρατεταμένη ύφεση να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες πολιτικά κοινωνικές εξεγέρσεις. Το δεύτερο μειονέκτημα αυτής της επιλογής έχει να κάνει με το ότι, ακόμα και εάν επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης, η ανάπτυξη αυτή θα ισοδυναμεί με περαιτέρω υποβάθμιση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Και τούτο, στο βαθμό που θα την καταδικάσει να ανταγωνίζεται οικονομίες, όπως αυτή της Τουρκίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας αλλά και χωρών του άλλοτε Τρίτου Κόσμου.

Υπάρχει, βέβαια και η δυνατότητα για ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο που η προοπτική του είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ, η επιλογή θέτει την ανταγωνιστικότητα ως μέσο για τη ριζική αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη παράμετρος που πρέπει να τεθεί είναι η επιλογή εκείνων των κλάδων που θα αποτελέσουν τις λεγόμενες «λοκομοτίβες», τις ατμομηχανές δηλαδή της αναπτυξιακής διαδικασίας. Μέχρι σήμερα το ρόλο αυτό διαδραμάτιζαν, η ναυτιλία, ο τουρισμός και ακολουθούσαν η οικοδομική δραστηριότητα και οι κατασκευές. Αφήνοντας κατά μέρος τη ναυτιλία αφού από τη φύση της δεν αρκεί από μόνη της πλέον να διαδραματίσει το ρόλο αυτό, ο τουρισμός και η οικοδομική δραστηριότητα, με τον τρόπο που αναπτύχθηκαν εμφανίζουν σημάδια ποιοτικού κορεσμού ενώ παράλληλα υπήρξαν «ληστρικές» για το φυσικό περιβάλλον χωρίς να έχουν αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα στο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Μία δεύτερη παράμετρος που πρέπει να τεθεί σε σχέση με το νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι η ίδια η κλίμακα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ανάμεσα στον Λε Κορμπυζιέ και στον Πικιώνη η επιλογή πρέπει να είναι υπέρ του τελευταίου. Το αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να στηριχθεί στην μικρής κλίμακας επιχειρηματική δραστηριότητα κατά βάση και κατ’ αρχάς. Άλλωστε οι μικρές επιχειρήσεις αποτελούν το φυτώριο της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας από όπου τελικά αναδύονται και οι μεγάλες επιχειρήσεις.

Στο εσωτερικό αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας πρέπει να γίνουν οι πιο σημαντικές αναδιαρθρώσεις έτσι ώστε οι μικρές επιχειρήσεις από «φτωχό συγγενή» της ανάπτυξης να μετατραπούν σε «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας. Ανάμεσα στις αναδιαρθρώσεις αυτές οι πιο σημαντικές είναι: α) η ενδυνάμωση του πρωτογενή τομέα και η σύνδεσή του με μορφές ήπιας εκβιομηχάνισης – το παράδειγμα της Δανίας - , β) οι διακλαδικές συνδέσεις των μικρών επιχειρήσεων με το σχηματισμό επιχειρηματικών συστάδων, γ) ο προσανατολισμός των προϊόντων του τραπεζικού συστήματος προς τις αναπτυξιακές ανάγκες της νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας, δ) η μείωση των διοικητικών βαρών και της γραφειοκρατίας, ε) η ενθάρρυνση του σχηματισμού τεχνολογικών πάρκων και μικρών επιχειρήσεων-«τεχνοβλαστών».

Καθοριστικό ρόλο πρέπει να παίξει, επίσης, και η ανάπτυξη μιας νέας συναντίληψης και συνεργασίας - συμμαχίας μεταξύ των επιχειρηματιών της μικρής επιχείρησης και των εργαζομένων σε αυτές. Η επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα σε μικρή κλίμακα, είναι μια κατ’ εξοχήν συλλογική δημιουργική προσπάθεια. Νέες σχέσεις συνεργασίας και αλληλοκατανόησης πρέπει να εμπεδωθούν. Η συζήτηση για μια νέα σχέση πρέπει χωρίς υποκρισίες και ταμπού να ανοίξει.

Τέλος, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του νέου αναπτυξιακού προτύπου καλείται να διαδραματίσει ο δημόσιος τομέας εκτελώντας επιτελικές λειτουργίες, όπως είναι για παράδειγμα η ίδρυση και η λειτουργία προτύπων σχολών τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο αναπροσανατολισμός του συστήματος κρατικών υποτροφιών σε ειδικότητες προσανατολισμένες στις απαιτήσεις του νέου αναπτυξιακού προτύπου αλλά και η περίφημη και πολυσυζητημένη σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Για το πολιτικό σύστημα η επιλογή ενός τέτοιου αναπτυξιακού προτύπου ισοδυναμεί με δύο ριζικές καινοτομίες.

Η πρώτη από αυτές έχει να κάνει με ένα δραστικό αναπροσανατολισμό των δημοσίων δαπανών προς την κατεύθυνση ορισμένων πεδίων που μέχρι σήμερα θεωρούνται «δαπάνες πολυτελείας», όπως είναι ενδεικτικά η έρευνα.

Η δεύτερη από τις καινοτομίες αυτές είναι αμιγώς πολιτική και αναφέρεται ευθέως στον ίδιο τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος με την εισαγωγή θεσμών κοινωνικού και προπάντων ανοικτού διαλόγου αλλά και την κατάργηση των δικτύων πολιτικής πατρωνείας μέσω των οποίων η «πολιτική τάξη» φρόντιζε να αναπαράγει τον εαυτό της εις βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών. Επομένως, το ερώτημα δεν είναι λιγότερη ή περισσότερη κρατική παρέμβαση. Το ζήτημα είναι μια ριζικά διαφορετική και κυρίως δημοκρατική κρατική παρέμβαση. Το κράτος, με άλλα λόγια, καλείται να οικοδομήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα εξασφαλίζει και θα εγγυάται τις πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις του νέου αναπτυξιακού προτύπου.

Η εσωστρέφεια και η διαφθορά και ένας μικρός κύκλος συμφερόντων και «γνωριμιών» θα πρέπει να παύσουν να συνθέτουν τη βάση προγραμματισμού της ελληνικής οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου